Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κακοντυμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κακοντυμέν
ος
η
κακοντυμέν
η
το
κακοντυμέν
ο
γενική
του
κακοντυμέν
ου
της
κακοντυμέν
ης
του
κακοντυμέν
ου
αιτιατική
τον
κακοντυμέν
ο
την
κακοντυμέν
η
το
κακοντυμέν
ο
κλητική
κακοντυμέν
ε
κακοντυμέν
η
κακοντυμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κακοντυμέν
οι
οι
κακοντυμέν
ες
τα
κακοντυμέν
α
γενική
των
κακοντυμέν
ων
των
κακοντυμέν
ων
των
κακοντυμέν
ων
αιτιατική
τους
κακοντυμέν
ους
τις
κακοντυμέν
ες
τα
κακοντυμέν
α
κλητική
κακοντυμέν
οι
κακοντυμέν
ες
κακοντυμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κακοντυμένος
<
κακο-
+
ντυμένος
Μετοχή
επεξεργασία
κακοντυμένος, -η, -ο
που είναι
άσχημα
ντυμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
καλοντυμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κακός
και
ντυμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κακοντυμένος
αγγλικά
:
dowdy
(en)
γαλλικά
:
mal
(fr)
habillé
(fr)
ρωσικά
:
nemódnyj
(ru)