οικοτουρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οικοτουρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ecotourism (1982) < eco- (οικο-) + tourism (τουρισμός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοικοτουρισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) μορφή τουρισμού που συνδέεται με ήπιες δραστηριότητες εξερεύνησης και μάθησης της φύσης καθώς και με την προστασία του περιβάλλοντος
- Ήδη η WWF και πολλές ακόμη οικολογικές οργανώσεις ζήτησαν από τη SOCO να εγκαταλείψει τα σχέδιά της για εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του Βιρούνγκα, καθώς υποστηρίζουν ότι οι γεωτρήσεις στην καρδιά του πάρκου όχι μόνο θα προκαλέσουν σοβαρότατη μόλυνση, η οποία θα θέσει σε κίνδυνο τη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής, αλλά θα πυροδοτήσουν και εμφύλιες συγκρούσεις. Προτείνουν δε αντί των γεωτρήσεων το πάρκο να χρησιμεύσει για παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας, ψάρεμα και οικοτουρισμό. (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- οικοτουρίστας
- οικοτουριστικά
- οικοτουριστικός
- → δείτε τις λέξεις οίκος, τουρισμός και τόρνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία οικοτουρισμός