εξερεύνηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξερεύνηση | οι | εξερευνήσεις |
γενική | της | εξερεύνησης* | των | εξερευνήσεων |
αιτιατική | την | εξερεύνηση | τις | εξερευνήσεις |
κλητική | εξερεύνηση | εξερευνήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξερευνήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξερεύνηση < ελληνιστική κοινή ἐξερεύνησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξερεύνηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξερευνώ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξερεύνηση