περιοδεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιοδεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιοδεία < αρχαία ελληνική περιοδεία (περιπολία)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.oˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐ο‐δεί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιοδεία θηλυκό
- προγραμματισμένο ταξίδι με διαδοχικές στάσεις σε συγκεκριμένες πόλεις ή χωριά για ορισμένο σκοπό
- ↪ η περιοδεία του θιάσου θα διαρκέσει τρεις εβδομάδες
Συνώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | περιοδείᾱ | αἱ | περιοδεῖαι |
γενική | τῆς | περιοδείᾱς | τῶν | περιοδειῶν |
δοτική | τῇ | περιοδείᾳ | ταῖς | περιοδείαις |
αιτιατική | τὴν | περιοδείᾱν | τὰς | περιοδείᾱς |
κλητική ὦ! | περιοδείᾱ | περιοδεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιοδείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | περιοδείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιοδεία < περιοδεύω
Ρήμα επεξεργασία
περιοδεία θηλυκό
Άλλες γραφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- περιοδεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περιοδεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.