↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιοδί αἱ περιοδίαι
      γενική τῆς περιοδίᾱς τῶν περιοδιῶν
      δοτική τῇ περιοδί ταῖς περιοδίαις
    αιτιατική τὴν περιοδίᾱν τὰς περιοδίᾱς
     κλητική ! περιοδί περιοδίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιοδί
γεν-δοτ τοῖν  περιοδίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιοδία < περίοδος + -ία < περί + ὁδός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιοδία θηλυκό