περιόδευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περιόδευση | οι | περιοδεύσεις |
γενική | της | περιόδευσης* | των | περιοδεύσεων |
αιτιατική | την | περιόδευση | τις | περιοδεύσεις |
κλητική | περιόδευση | περιοδεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιοδεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιόδευση < ελληνιστική κοινή περιόδευσις[1] < αρχαία ελληνική περιοδεύω < ὁδός
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιόδευση θηλυκό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περιοδεύω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιόδευση
|
- ↑ περιόδευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.