Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παροχή οι παροχές
      γενική της παροχής των παροχών
    αιτιατική την παροχή τις παροχές
     κλητική παροχή παροχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παροχή < αρχαία ελληνική παροχή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παροχή θηλυκό

  • είναι ο όγκος του ρευστού,υγρού ή αέριου ο οποίος διέρχεται από έναν αγωγό στη μονάδα του χρόνου.

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία