kampo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kampo | kampoj |
αιτιατική | kampon | kampojn |
kampo (eo)
- ο αγρός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kampo | kampoj |
αιτιατική | kampon | kampojn |
kampo (eo)