Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγρόκτημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αγρόκτημα
τα
αγροκτήμα
τ
α
γενική
του
αγροκτήμα
τ
ος
των
αγροκτημά
τ
ων
αιτιατική
το
αγρόκτημα
τα
αγροκτήμα
τ
α
κλητική
αγρόκτημα
αγροκτήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγρόκτημα
<
αγρ(ός)
+
-ό-
+
κτήμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγρόκτημα
ουδέτερο
ιδιόκτητη καλλιεργήσιμη
έκταση
, οργανωμένη και εξοπλισμένη κατάλληλα
Συνώνυμα
επεξεργασία
φάρμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγρόκτημα
αγγλικά
:
farm
(en)
γαλλικά
:
ferme
(fr)
γερμανικά
:
Bauernhof
(de)
εσπεράντο
:
farmo
(eo)
ισπανικά
:
granja
(es)
ιταλικά
:
fattoria
(it)
λατινικά
:
villa
(la)
σερβικά
:
аренда
(sr)