φάρμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φάρμα | οι | φάρμες |
γενική | της | φάρμας | — | |
αιτιατική | τη | φάρμα | τις | φάρμες |
κλητική | φάρμα | φάρμες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φάρμα < (άμεσο δάνειο) αγγλική farm
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάρμα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία φάρμα
|