farmo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | farmo | farmoj |
αιτιατική | farmon | farmojn |
farmo (eo)
- η φάρμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | farmo | farmoj |
αιτιατική | farmon | farmojn |
farmo (eo)