Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
farmo
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
farmo
<
farm
+
-o
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
farmo
farmoj
αιτιατική
farmon
farmojn
farmo
(eo)
η
φάρμα