Δείτε επίσης: αγορανόμος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αγρονόμος οι αγρονόμοι
      γενική του/της αγρονόμου των αγρονόμων
    αιτιατική τον/την αγρονόμο τους/τις αγρονόμους
     κλητική αγρονόμε αγρονόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγρονόμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγρονόμος (υπεύθυνος αξιωματούχος για αγροτικές περιοχές) < ἀγρός (αγρός)+ νόμος (νέμω). Μορφολογικά, αγρο- + -νόμος
για τον επιστήμονα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική agronome < μεσαιωνική λατινική agronomus < αρχαία ελληνική ἀγρός + νόμος [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγρονόμος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) επιστήμονας της αγροτικής παραγωγής, με ειδίκευση στην αγρονομία
      αγρονόμος τοπογράφος, αγρονόμος μηχανικός
  2. βαθμοφόρος της αγροφυλακής· πρόσωπο υπεύθυνο για την επιτήρηση των αγροτικών κτημάτων

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία