αγροφυλακή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγροφυλακή < αρχαία ελληνική ἀγρο(φύλαξ) > αγρο(φύλακας) + -φυλακή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣɾo.fi.laˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρο‐φυ‐λα‐κή
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγροφυλακή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- αγροφύλακας
- → δείτε τις λέξεις αγρός και φυλάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγροφυλακή
|