Δείτε επίσης: αγρονόμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αγορανόμος οι αγορανόμοι
      γενική του/της αγορανόμου των αγορανόμων
    αιτιατική τον/την αγορανόμο τους/τις αγορανόμους
     κλητική αγορανόμε αγορανόμοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγορανόμος < αρχαία ελληνική ἀγορανόμος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contrôleur de marché ή από την (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική market inspector.[1] Αναλύεται σε αγορα- + -νόμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣo.ɾaˈno.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γο‐ρα‐νό‐μος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγορανόμος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία