αγορανόμος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγορανόμος < αρχαία ελληνική ἀγορανόμος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική contrôleur de marché ή από την (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική market inspector.[1] Αναλύεται σε αγορα- + -νόμος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣo.ɾaˈno.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γο‐ρα‐νό‐μος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγορανόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) αστυνομικός που υπηρετεί στην αγορανομία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγορανόμος
|
Επεξεργασία
- ↑ αγορανόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.