αγορανομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγορανομικός < αγορανομία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίααγορανομικός, -ή, -ό
- (οικονομία): σχετικός με την αγορανομία
- με αγορανομική διάταξη ο υπουργός ανάπτυξης απαγόρευσε τη διακύμανση τιμών των αντισηπτικών και έθεσε ανώτατο πλαφόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγορανομικός
|