Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγορανομικός η αγορανομική το αγορανομικό
      γενική του αγορανομικού της αγορανομικής του αγορανομικού
    αιτιατική τον αγορανομικό την αγορανομική το αγορανομικό
     κλητική αγορανομικέ αγορανομική αγορανομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγορανομικοί οι αγορανομικές τα αγορανομικά
      γενική των αγορανομικών των αγορανομικών των αγορανομικών
    αιτιατική τους αγορανομικούς τις αγορανομικές τα αγορανομικά
     κλητική αγορανομικοί αγορανομικές αγορανομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγορανομικός < αγορανομία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αγορανομικός, -ή, -ό

  • (οικονομία): σχετικός με την αγορανομία
    με αγορανομική διάταξη ο υπουργός ανάπτυξης απαγόρευσε τη διακύμανση τιμών των αντισηπτικών και έθεσε ανώτατο πλαφόν

  Μεταφράσεις επεξεργασία