market inspector
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
market inspector | market inspectors |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαmarket inspector (en)
- (επάγγελμα) ο/η αγορανόμος
ενικός | πληθυντικός |
market inspector | market inspectors |
market inspector (en)