market
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
market | markets |
Ουσιαστικό επεξεργασία
market (en)
- η αγορά, το μέρος
- ↪ an open-air market - υπαίθρια αγορά
- (μόνο ενικός) η αγορά, το εμπόριο ενός συγκεκριμένου τύπου αγαθών
- ↪ market research - έρευνα της αγοράς
- ↪ There is a glut of videos in the market.
- Υπάρχει κορεσμός βίντεο στην αγορά.