inspector
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
inspector | inspectors |
inspector (en)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- inspector στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
inspector | inspectors |
inspector (en)