Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪnˈspɛktə/
ΔΦΑ : /ɪnˈspɛktɚ/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
inspector inspectors

inspector (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • inspector στην αγγλική Βικιπαίδεια