Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαθμοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
βαθμοφόρ
ος
οι
βαθμοφόρ
οι
γενική
του
βαθμοφόρ
ου
των
βαθμοφόρ
ων
αιτιατική
τον
βαθμοφόρ
ο
τους
βαθμοφόρ
ους
κλητική
βαθμοφόρ
ε
βαθμοφόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαθμοφόρος
<
βαθμ(ός)
+
-ο-
+
-φόρος
(<
φέρω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαθμοφόρος
αρσενικό
στον στρατό, αυτός που φέρει βαθμό ανώτερο του
στρατιώτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαθμοφόρος
γαλλικά
:
gradé
(fr)