αγροκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγροκαλλιέργεια < αγρο- + -καλλιέργεια
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααγροκαλλιέργεια θηλυκό
- η καλλιέργεια των αγρών, των χωραφιών
- αστική αγροκαλλιέργεια (η καλλιέργεια αδόμητων εκτάσεων μέσα στις πόλεις)
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγροκαλλιέργεια