Ετυμολογία

επεξεργασία
agriculture < (άμεσο δάνειο) λατινική agricultura. Συγχρονικά αναλύεται σε (ager) agri- + -culture

Ουσιαστικό

επεξεργασία

agriculture (en)

  1. η γεωργία
  2. η αγροκαλλιέργεια
    urban agriculture - αστική αγροκαλλιέργεια



agriculture < (άμεσο δάνειο) λατινική agricultura. Συγχρονικά αναλύεται σε (ager) agri- + -culture[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
agriculture agricultures

agriculture (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. agriculture - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé