agriculture
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- agriculture < (άμεσο δάνειο) λατινική agricultura. Συγχρονικά αναλύεται σε (ager) agri- + -culture
Ουσιαστικό
επεξεργασίαagriculture (en)
- η γεωργία
- η αγροκαλλιέργεια
- urban agriculture - αστική αγροκαλλιέργεια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία- agriculture < (άμεσο δάνειο) λατινική agricultura. Συγχρονικά αναλύεται σε (ager) agri- + -culture[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɡʁi.kyl.tyʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
agriculture | agricultures |
agriculture (fr) θηλυκό
- η γεωργία
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ agriculture - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé