αγροτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγροτικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγροτικός (ταπεινός). Συγχρονικά αναλύεται σε αγρότ(ης) + -ικός, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική champêtre, rural[1]
Επίθετο
επεξεργασίααγροτικός, -ή, -ό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία που αναφέρεται, χαρακτηρίζει ή ανήκει στους αγρότες και τη γεωργία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγροτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας