champ
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
champ | champs |
champ (fr) αρσενικό
- ο αγρός, ο κάμπος
- το πεδίο
- avenue des Champs Elysées - η λεωφόρος Ηλυσίων Πεδίων
- (εραλδική) το φόντο
- le champ d'un écu - το φόντο ενός οικοσήμου