champis
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- champis < champiz < champ
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | champis | champis |
θηλυκό | champisse | champisses |
champis (fr)
- (παρωχημένο) ή (ιδιωματικό) παιδί που βρέθηκε στους αγρούς