Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

campus < (άμεσο δάνειο) λατινική campus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

campus (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

campus < (άμεσο δάνειο) λατινική campus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
campus campus

campus (fr) αρσενικό



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

campus < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή αρχής *kh₂ém-po-s. Συγγενής η αρχαία ελληνική κάμπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp-(en.wiktionary)(κάμπτω, λυγίζω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

campus (la) αρσενικό

  1. η πεδιάδα
  2. η εξοχή

Αλλόγλωσσα παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική campus campī
γενική campī campōrum
δοτική campō campīs
αιτιατική campum campōs
κλητική campe campī
αφαιρετική campō campīs
(β' κλίση)