πανεπιστημιούπολη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πανεπιστημιούπολη | οι | πανεπιστημιουπόλεις |
γενική | της | πανεπιστημιούπολης* | των | πανεπιστημιουπόλεων |
αιτιατική | την | πανεπιστημιούπολη | τις | πανεπιστημιουπόλεις |
κλητική | πανεπιστημιούπολη | πανεπιστημιουπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πανεπιστημιουπόλεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πανεπιστημιούπολη < πανεπιστήμιο + -ούπολη[1] [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπανεπιστημιούπολη θηλυκό
- ενιαίος χώρος μεγάλης έκτασης (σαν μικρή πόλη) με σύνολο εγκαταστάσεων που εξυπηρετούν τη λειτουργία ενός πανεπιστημίου. όπως γραμματειακή υποστήριξη, αίθουσες διδασκαλίας, γραφεία καθηγητών, εργαστήρια, βιβλιοθήκη, φοιτητικές εστίες, χώρους στάθμευσης, φαρμακείο, ιατρείο, ναό προσευχής, καφετέρια, εστιατόριο, μικρή αγορά, ΑΤΜ, βιβλιοπωλείο και χώρους περιπάτου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ πανεπιστημιούπολη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Το –ου– κατ' αναλογία προς τα Κωνσταντινούπολη (< Κωνσταντίνου πόλη), Αλεξανδρούπολη (< Αλεξάνδρου πόλη) κ.λπ.
- ↑ «Άρα προτιμότεροι για τον προσεκτικό ομιλητή είναι οι τύποι πανεπιστημιόπολη και μεγαλόπολη.» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: πανεπιστημιούπολη