Δείτε επίσης: φαρμακεία, φαρμακεῖον
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαρμακείο τα φαρμακεία
      γενική του φαρμακείου των φαρμακείων
    αιτιατική το φαρμακείο τα φαρμακεία
     κλητική φαρμακείο φαρμακεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαρμακείο ουδέτερο

  1. (φαρμακευτική) κατάστημα που διευθύνεται από φαρμακοποιό και διαθέτει φάρμακα ή σε κάποιες περιπτώσεις τα παρασκευάζει κιόλας
  2. κουτί στο οποίο τοποθετούμε φάρμακα (πρώτης ανάγκης)
  3. (μεταφορικά) για έμπορο ή κατάστημα που έχει πολύ υψηλές τιμές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία