apteczka
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | apteczka | apteczki |
γενική | apteczki | apteczek |
δοτική | apteczce | apteczkom |
αιτιατική | apteczkę | apteczki |
οργανική | apteczką | apteczkami |
τοπική | apteczce | apteczkach |
κλητική | apteczko | apteczki |
Ετυμολογία επεξεργασία
apteczka (pl) < υποκοριστικό του apteka (pl)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /apˈtɛt͡ʃ̑ka/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
apteczka (pl) θηλυκό