Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική apteczka apteczki
γενική apteczki apteczek
δοτική apteczce apteczkom
αιτιατική aptecz apteczki
οργανική aptecz apteczkami
τοπική apteczce apteczkach
κλητική apteczko apteczki
 
apteczka (1) na ścianie

  Ετυμολογία επεξεργασία

apteczka (pl) < υποκοριστικό του apteka (pl)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /apˈtɛt͡ʃ̑ka/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

apteczka (pl) θηλυκό