• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

apteka

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά

Πολωνικά (pl)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία

apteka (pl) < λατινική apotheca < αρχαία ελληνική ἀποθήκη

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /apˈtɛka/
ⓘ Ήχος (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

apteka (pl) θηλυκό

  • το φαρμακείο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • apteczka
  • apteczny
  • aptekarka
  • aptekarski
  • aptekarstwo
  • aptekarz
  • aptekarzowa
  • aptekarzówna
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=apteka&oldid=5291318"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, στις 23:22

Γλώσσες

    • Afrikaans
    • Català
    • Čeština
    • Kaszëbsczi
    • Deutsch
    • English
    • Eesti
    • Euskara
    • Suomi
    • Français
    • Hrvatski
    • Magyar
    • Ido
    • Italiano
    • 日本語
    • 한국어
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Polski
    • Português
    • Русский
    • Sängö
    • Svenska
    • Türkçe
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Σεπτεμβρίου 2021, στις 23:22.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας