apteka
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαapteka (pl) < λατινική apotheca < αρχαία ελληνική ἀποθήκη
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαapteka (pl) θηλυκό
- το φαρμακείο
apteka (pl) < λατινική apotheca < αρχαία ελληνική ἀποθήκη
apteka (pl) θηλυκό