aptekarz
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | aptekarz | aptekarze |
γενική (dopełniacz) | aptekarza | aptekarzy |
δοτική (celownik) | aptekarzowi | aptekarzom |
αιτιατική (biernik) | aptekarza | aptekarzy |
οργανική (narzędnik) | aptekarzem | aptekarzami |
τοπική (miejscownik) | aptekarzu | aptekarzach |
κλητική (wołacz) | aptekarzu | aptekarze |
Ετυμολογία
επεξεργασίαaptekarz < apteka
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaptekarz (pl) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη apteka