πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) aptekarz aptekarze
γενική (dopełniacz) aptekarza aptekarzy
δοτική (celownik) aptekarzowi aptekarzom
αιτιατική (biernik) aptekarza aptekarzy
οργανική (narzędnik) aptekarzem aptekarzami
τοπική (miejscownik) aptekarzu aptekarzach
κλητική (wołacz) aptekarzu aptekarze

  Ετυμολογία

επεξεργασία

aptekarz < apteka

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aptekarz (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη apteka