φαρμακεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φαρμακεῖον | τὰ | φαρμακεῖᾰ |
γενική | τοῦ | φαρμακείου | τῶν | φαρμακείων |
δοτική | τῷ | φαρμακείῳ | τοῖς | φαρμακείοις |
αιτιατική | τὸ | φαρμακεῖον | τὰ | φαρμακεῖᾰ |
κλητική ὦ! | φαρμακεῖον | φαρμακεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαρμακείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φαρμακείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαρμακεῖον < φάρμακον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαρμακεῖον ουδέτερο
- varia lectio του φαρμάκιον: ουσία για βαφή
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κρατύλοςw, 434b (434a-434b) @scaife.perseus.org
- ἆρά ποτʼ ἄν τις συνέθηκεν ὃ νυνδὴ ἐλέγομεν ζωγράφημα ὅμοιόν τῳ τῶν ὄντων, εἰ μὴ φύσει ὑπῆρχε φαρμακεῖα ὅμοια ὄντα, ἐξ ὧν συντίθεται τὰ ζωγραφούμενα, ἐκείνοις ἃ μιμεῖται ἡ γραφική· ἢ ἀδύνατον;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Κρατύλοςw, 434b (434a-434b) @scaife.perseus.org
- περίπτερο όπου πωλούνται φάρμακα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φάρμακον
Πηγές
επεξεργασία- φαρμακεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.