φαρμάκιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φαρμάκιον | τὰ | φαρμάκιᾰ |
γενική | τοῦ | φαρμακίου | τῶν | φαρμακίων |
δοτική | τῷ | φαρμακίῳ | τοῖς | φαρμακίοις |
αιτιατική | τὸ | φαρμάκιον | τὰ | φαρμάκιᾰ |
κλητική ὦ! | φαρμάκιον | φαρμάκιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φαρμακίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φαρμακίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φαρμάκιον < υποκοριστικό του φάρμακον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαρμάκιον ουδέτερο
- ήπιο θεραπευτικό φάρμακο, το καθάρσιο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 2.48 p.74, @scaife.perseus
- Ἢν δὲ πρὸ τοῦ φαρμακίου προπίνων τὸν ἐλλέβορον χολὴν ἐμέῃ, αὐτῷ τῷ φακίῳ ἐμεέτω.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Φαῖδρος, 268c @scaife.perseus.org
- εἰπεῖν ἂν οἶμαι ὅτι μαίνεται ἅνθρωπος, καὶ ἐκ βιβλίου ποθὲν ἀκούσας ἢ περιτυχὼν φαρμακίοις ἰατρὸς οἴεται γεγονέναι, οὐδὲν ἐπαΐων τῆς τέχνης.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ τοῦ ἀκούειν, Section 10.43b @scaife.perseus
- ἐπεὶ γὰρ ἐλάλησεν αὐτῷ φαρμάκιον αἰτῶν πρὸς παρωνυχίαν, αἰσθόμενος ἀπὸ τῆς χρόας καὶ τῆς ἀναπνοῆς τὴν διάθεσιν οὐκ ἔστι σοι φησὶν ὦ βέλτιστε περὶ παρωνυχίας ὁ λόγος.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ νούσων [νόσων], (De morbis i-iii), 2.48 p.74, @scaife.perseus
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φαρμάκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.