Δείτε επίσης: φαρμάκεια, Φαρμάκεια

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαρμακεία θηλυκό

  • η εγκληματική ενέργεια της χορήγησης δηλητηρίου σε κάποιον με σκοπό το θάνατό του

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
φαρμακεία: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

φαρμακεία ουδέτερο



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φαρμακεί αἱ φαρμακεῖαι
      γενική τῆς φαρμακείᾱς τῶν φαρμακειῶν
      δοτική τῇ φαρμακεί ταῖς φαρμακείαις
    αιτιατική τὴν φαρμακείᾱν τὰς φαρμακείᾱς
     κλητική ! φαρμακεί φαρμακεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φαρμακεί
γεν-δοτ τοῖν  φαρμακείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα