-ούπολη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ούπολη | οι | -ουπόλεις |
γενική | της | -ούπολης* | των | -ουπόλεων |
αιτιατική | τη(ν) | -ούπολη | τις | -ουπόλεις |
κλητική | -ούπολη | -ουπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, -ουπόλεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- -ούπολη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -πολις < αρχαία ελληνική πόλις[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈu.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ού‐πο‐λη
Επίθημα επεξεργασία
-ούπολη θηλυκό
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ "-ούπολη" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- -ούπολη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)