• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

κτιριακός

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική κτιριακός κτιριακή κτιριακό
γενική κτιριακού κτιριακής κτιριακού
αιτιατική κτιριακό κτιριακή κτιριακό
κλητική κτιριακέ κτιριακή κτιριακό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική κτιριακοί κτιριακές κτιριακά
γενική κτιριακών κτιριακών κτιριακών
αιτιατική κτιριακούς κτιριακές κτιριακά
κλητική κτιριακοί κτιριακές κτιριακά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κτιριακός < κτίριο + -ακός

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

κτιριακός, -ή, -ό

  • άλλη γραφή του κτηριακός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη κτίζω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κτιριακός&oldid=3244902"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Αυγούστου 2013, στις 19:26

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Αυγούστου 2013, στις 19:26.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie