Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κτηριακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κτηριακ
ός
η
κτηριακ
ή
το
κτηριακ
ό
γενική
του
κτηριακ
ού
της
κτηριακ
ής
του
κτηριακ
ού
αιτιατική
τον
κτηριακ
ό
την
κτηριακ
ή
το
κτηριακ
ό
κλητική
κτηριακ
έ
κτηριακ
ή
κτηριακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κτηριακ
οί
οι
κτηριακ
ές
τα
κτηριακ
ά
γενική
των
κτηριακ
ών
των
κτηριακ
ών
των
κτηριακ
ών
αιτιατική
τους
κτηριακ
ούς
τις
κτηριακ
ές
τα
κτηριακ
ά
κλητική
κτηριακ
οί
κτηριακ
ές
κτηριακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κτηριακός
<
κτήριο
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
κτηριακός, -ή, -ό
άλλη γραφή του
κτιριακός
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κτιριακός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
κτήριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κτηριακός
→
δείτε
τη λέξη
κτιριακός