παραγκούπολη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραγκούπολη | οι | παραγκουπόλεις |
γενική | της | παραγκούπολης | των | παραγκουπόλεων |
αιτιατική | την | παραγκούπολη | τις | παραγκουπόλεις |
κλητική | παραγκούπολη | παραγκουπόλεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαραγκούπολη θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασία- (φαβέλα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραγκούπολη