bidonville
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bi.dɔ̃.vil/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bidonville | bidonvilles |
bidonville (fr) αρσενικό
- η παραγκούπολη, ο συνοικισμός
ενικός | πληθυντικός |
bidonville | bidonvilles |
bidonville (fr) αρσενικό