↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράγκα οι παράγκες
      γενική της παράγκας των παραγκών
    αιτιατική την παράγκα τις παράγκες
     κλητική παράγκα παράγκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράγκα < μεσαιωνική ελληνική μπαράκα < ιταλική baracca < ισπανική barraca

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράγκα θηλυκό

  1. μικρή, πρόχειρη κατασκευή, από οτιδήποτε διαθέσιμο υλικό, που χρησιμεύει σαν αποθήκη ή σαν πρόχειρο κατάλυμα
    ※  Οι Τζιτζιφιές, η Καλλιθέα, του Χαροκόπου, στεγάσανε χιλιάδες πρόσφυγες, σε παράγκες τους πιο πολλούς. (Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1988) Από την άλλη όχθη του χρόνου [μυθιστόρημα])
     συνώνυμα: καλύβα
  2. (αργκό) ομάδα ατόμων που προσυμφωνεί και προετοιμάζει το αποτέλεσμα αθλητικού αγώνα με σκοπό το παράνομο κέρδος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία