baraque
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- baraque < καταλανική barraca (καλύβα)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
baraque | baraques |
baraque (fr) θηλυκό
→ δείτε τη λέξη baraquement
ενικός | πληθυντικός |
baraque | baraques |
baraque (fr) θηλυκό
→ δείτε τη λέξη baraquement