Δείτε επίσης: Καλύβα, καλύβη, καλύβια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλύβα οι καλύβες
      γενική της καλύβας των καλυβών
    αιτιατική την καλύβα τις καλύβες
     κλητική καλύβα καλύβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλύβα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καλύβη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈli.va/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λύ‐βα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλύβα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία