Δείτε επίσης: Μπαξεβάνης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπαξεβάνης οι μπαξεβάνηδες
      γενική του μπαξεβάνη των μπαξεβάνηδων
    αιτιατική τον μπαξεβάνη τους μπαξεβάνηδες
     κλητική μπαξεβάνη μπαξεβάνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαξεβάνης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (τουρκική bahçıvan) με αποβολή του [t] από το [t͡s] και τροπή [xs] > [ks] + -ης[1] < περσική باغبان (bāġçabān). Συγκρίνετε με το μπαχτσεβάνης.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.kseˈva.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐ξε‐βά‐νης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπαξεβάνης αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία