μπαξεβάνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαξεβάνης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ? (τουρκική bahçıvan) με αποβολή του [t] από το [t͡s] και τροπή [xs] > [ks] + -ης[1] < περσική باغبان (bāġçabān). Συγκρίνετε με το μπαχτσεβάνης.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ba.kseˈva.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐ξε‐βά‐νης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαξεβάνης αρσενικό
- (λαϊκότροπο, επάγγελμα) κηπουρός
- ※ Χειμώνα, καλοκαίρι, ζούσε όξω. Φύλακας, πιο πολύ παρά μπαξεβάνης, ο μπαμπάς της· η καλύβα του, το χαμόσπιτό του, πλάγι στο ξοχικό που νοίκιαζε ο Γιώργος· η καλύβα στον οξώτοιχο κολλητά· το σπίτι του Γιώργου, μέσα στη μέση του ποστατικού· πεντέξι βήματα για να πας από το ένα στο άλλο. (Γιάννης Ψυχάρης, Το ταχυδρομικό δελτάριο, Στον ίσκιο του πλατάνου, 1911)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μπαξές και μπαχτσές
- Μπαξεβάνης ή Βαξεβάνης (ως επώνυμο)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπαξεβάνης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας