Μπαξεβάνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μπαξεβάνης < από επάγγελμα μπαξεβάνης < οθωμανική τουρκική ? (τουρκική bahçıvan) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ba.kseˈɡva.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπα‐ξε‐βά‐νης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜπαξεβάνης αρσενικό (θηλυκό Μπαξεβάνη)