Βαξεβάνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βαξεβάνης < Μπαξεβάνης (τουρκική ς προέλευσης) με τροπή [b] > [v] (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < από επάγγελμα μπαξεβάνης < (τουρκική bahçıvan)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.kseˈva.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐ξε‐βά‐νης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαξεβάνης αρσενικό (θηλυκό Βαξεβάνη)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μπαξές