κηπουρός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κηπουρός | οι | κηπουροί |
γενική | του | κηπουρού | των | κηπουρών |
αιτιατική | τον | κηπουρό | τους | κηπουρούς |
κλητική | κηπουρέ | κηπουροί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κηπουρός < αρχαία ελληνική κηπουρός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κηπουρός αρσενικό ή θηλυκό
- Αυτός που έχει για δουλειά την φροντίδα του κήπου, ο περιβολάρης.
- Θα 'θελα να 'μουν κηπουρός / σ' έναν κοραλλένιο κήπο στο βυθό (Βαγγέλης Γερμανός, Ο κηπουρός, από τον δίσκο Τα μπαράκια, 1982)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κηπουρός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
- κηπουρός αρσενικό, θηλυκό