πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κηπουρός οι κηπουροί
      γενική του/της κηπουρού των κηπουρών
    αιτιατική τον/την κηπουρό τους/τις κηπουρούς
     κλητική κηπουρέ κηπουροί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κηπουρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηπουρός < κῆπος + -ουρός (οὖρος, *ϝορ- < ὁράω)
Κηπουρός κουρεύει το γρασίδι.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κηπουρός αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) που έχει για δουλειά την φροντίδα του κήπου, ο περιβολάρης.
      Θα ’θελα να ’μουν κηπουρός / σ’ έναν κοραλλένιο κήπο στο βυθό (Βαγγέλης Γερμανός, τραγούδι Ο κηπουρός, από τον δίσκο Τα μπαράκια, 1982)
      με τη βοήθεια του κηπουρού το έβγαλε προσεκτικά από τη γλάστρα ώστε να μην κοπούν οι ρίζες και να μπορέσουν να το φυτέψουνε (Νίκος Πιλάβιος, Ιστορίες της καρδιάς, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011 )

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κηπουρός οἱ κηπουροί
      γενική τοῦ κηπουροῦ τῶν κηπουρῶν
      δοτική τῷ κηπουρ τοῖς κηπουροῖς
    αιτιατική τὸν κηπουρόν τοὺς κηπουρούς
     κλητική ! κηπουρέ κηπουροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κηπουρώ
γεν-δοτ τοῖν  κηπουροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κηπουρός < κῆπος + -ουρός (οὖρος, *ϝορ- < ὁράω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία
κηπουρός αρσενικό, θηλυκό
  • (επάγγελμα) αυτός που φροντίζει και καλλιεργεί κήπο, περιβόλι, φυτεία
      δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός ἐστιν (Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 20.15)
      Κηπουρὸς ἀρδεύων λάχανα (τίτλος ιστορίας του Αισώπου)