πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περιβολάρης οι περιβολάρηδες
      γενική του περιβολάρη των περιβολάρηδων
    αιτιατική τον περιβολάρη τους περιβολάρηδες
     κλητική περιβολάρη περιβολάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιβολάρης αρσενικό (θηλυκό: περιβολάρισσα, περβολάρισσα)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1 2 περιβολάρης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)