περιβολάρισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιβολάρισσα < περιβολάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριβολάρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του περιβολάρης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιβολάρισσα
|