Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

περιβολάρηδες

  1. περιβολάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. περιβολάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. περιβολάρης, στην κλητική του πληθυντικού