Δείτε επίσης: οὐρός, οὖρον
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οὖρος οἱ οὖροι
      γενική τοῦ οὔρου τῶν οὔρων
      δοτική τῷ οὔρ τοῖς οὔροις
    αιτιατική τὸν οὖρον τοὺς οὔρους
     κλητική ! οὖρε οὖροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οὔρω
γεν-δοτ τοῖν  οὔροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία 3

επεξεργασία
οὖρος: διαλεκτικός τύπος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οὖρος, -ου αρσενικό

Ετυμολογία 4

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οὖρος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης

επεξεργασία