οἰκουρός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
οἰκουρός, -ός, -όν
- που φυλάσσει τον οίκο (ο σκύλος, η καλή σύζυγος κ.λπ.)
- (μεταφορικά) που φυλάσσει την πατρίδα (όπως το ιερό φίδι της Ακροπόλεως των Αθηνών)
- (μειωτικό) βρισιά για άντρα που δεν πηγαίνει στον πόλεμο
Πηγές επεξεργασία
- οἰκουρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἰκουρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.