Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / οἰκουρός τὸ οἰκουρόν
      γενική τοῦ/τῆς οἰκουροῦ τοῦ οἰκουροῦ
      δοτική τῷ/τῇ οἰκουρ τῷ οἰκουρ
    αιτιατική τὸν/τὴν οἰκουρόν τὸ οἰκουρόν
     κλητική ! οἰκουρέ οἰκουρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ οἰκουροί τὰ οἰκουρᾰ́
      γενική τῶν οἰκουρῶν τῶν οἰκουρῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς οἰκουροῖς τοῖς οἰκουροῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς οἰκουρούς τὰ οἰκουρᾰ́
     κλητική ! οἰκουροί οἰκουρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ οἰκουρώ τὼ οἰκουρώ
      γεν-δοτ τοῖν οἰκουροῖν τοῖν οἰκουροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἰκουρός < (οἶκος) οἰκ- + -ουρός

  Επίθετο επεξεργασία

οἰκουρός, -ός, -όν

  1. που φυλάσσει τον οίκο (ο σκύλος, η καλή σύζυγος κ.λπ.)
     συνώνυμα: οἰκοφύλαξ
  2. (μεταφορικά) που φυλάσσει την πατρίδα (όπως το ιερό φίδι της Ακροπόλεως των Αθηνών)
  3. (μειωτικό) βρισιά για άντρα που δεν πηγαίνει στον πόλεμο

  Πηγές επεξεργασία